Αγχόνη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αγχόνη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бесилка, бесило, бесилката, бесилки
Αγχόνη στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγχόνη

αγχόνη 1955, η αγχόνη, αγχόνη ετυμολογία, αγχόνη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγχόνη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αγχιστεία στα βουλγαρικά - афинитет, афинитетна, афинитет към, афинитета, афинитет на
  • αγχωμένος στα βουλγαρικά - неспокоен, загрижен, угрижен, тревожност, загрижени
  • αγχώδης στα βουλγαρικά - безпокойство, тревога, тревожност, тревожно, тревожността
  • αγωγή στα βουλγαρικά - действие, движение, механизъм, проводимост, лечение, обработка, третиране, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγχόνη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бесилка, бесило, бесилката, бесилки