Αγχόνη στα ουκρανικά
Μετάφραση: αγχόνη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помочи, козли, шибениця, цапи, шибеницю
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχόνη
αγχόνη 1955, η αγχόνη, αγχόνη ετυμολογία, αγχόνη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγχόνη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αγχιστεία στα ουκρανικά - спорідненість, привабливість, властивість, потяг, близькість
- αγχωμένος στα ουκρανικά - повний, повен, череватий, чреватий, сповнений, тривожний, тривожна, ...
- αγχώδης στα ουκρανικά - тривожний, неспокійний, схвильований, стурбований, тривога, тривогу
- αγωγή στα ουκρανικά - позов, бій, звинувачування, обвинувачення, учинок, проводження, провідність, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγχόνη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: помочи, козли, шибениця, цапи, шибеницю
Μεταφράσεις: помочи, козли, шибениця, цапи, шибеницю