Αγχόνη στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγχόνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
galg, galgen, gallows, de galg
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχόνη
αγχόνη 1955, η αγχόνη, αγχόνη ετυμολογία, αγχόνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγχόνη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγχιστεία στα ολλανδικά - verwantschap, affiniteit, de affiniteit, affiniteit heeft
- αγχωμένος στα ολλανδικά - angstig, bezorgd, ongerust, angstige, bang
- αγχώδης στα ολλανδικά - bezorgd, bang, nerveus, zenuwachtig, beducht, ongerust, angst, ...
- αγωγή στα ολλανδικά - optreden, verrichting, activiteit, bedrijvigheid, gedoe, toedoen, handeling, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγχόνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: galg, galgen, gallows, de galg
Μεταφράσεις: galg, galgen, gallows, de galg