Αηδιαστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αηδιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отвратителен, отвратително, отвратителна, отвратителни, отвратителната
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αηδιαστικός
αηδιαστικός συνώνυμα, αηδιαστικός συνωνυμα, αηδιαστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αηδιαστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αηδής στα βουλγαρικά - отвратителен, отвратително, отвратителна, сковаващ, отвратителната
- αηδία στα βουλγαρικά - отвращение, погнуса, Отвращаваш, отврати, отвращава
- αηδόνι στα βουλγαρικά - славей, Найтингейл, славеевия, Nightingale, славея
- αθάνατος στα βουλγαρικά - бог, безсмъртен, безсмъртна, безсмъртни, безсмъртно, безсмъртната
Τυχαίες λέξεις
Αηδιαστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отвратителен, отвратително, отвратителна, отвратителни, отвратителната
Μεταφράσεις: отвратителен, отвратително, отвратителна, отвратителни, отвратителната