Αηδιαστικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αηδιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одвратно, одвратни, одвратен, одвратна, гадно
Αηδιαστικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αηδιαστικός

αηδιαστικός συνώνυμα, αηδιαστικός συνωνυμα, αηδιαστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αηδιαστικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αηδής στα σλαβομακεδονικά - спротивно, одвратен, болни
  • αηδία στα σλαβομακεδονικά - одвратност, гадење, со гадење, погнуса
  • αηδόνι στα σλαβομακεδονικά - славеј, славејот, славејче, Најтингејл, славеј еден
  • αθάνατος στα σλαβομακεδονικά - бесмртни, бесмртна, бесмртен, бесмртните, бесмртно
Τυχαίες λέξεις
Αηδιαστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: одвратно, одвратни, одвратен, одвратна, гадно