Αηδιαστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: αηδιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przebrzydły, wstrętny, buntowniczy, obrzydliwy, odrażający, obrzydliwe, disgusting
Αηδιαστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αηδιαστικός

αηδιαστικός συνώνυμα, αηδιαστικός συνωνυμα, αηδιαστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, αηδιαστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αηδής στα πολωνικά - nieświeży, tępy, bezduszny, mdły, obrzydliwy, obrzydliwe, chorobliwy legalizm, ...
  • αηδία στα πολωνικά - wstręt, obmierzłość, rozgoryczać, obrzydzenie, mierzyć, odraza, brzydzić, ...
  • αηδόνι στα πολωνικά - skowronek, słowik, Nightingale, słowika, słowikiem
  • αθάνατος στα πολωνικά - wiekopomny, nieśmiertelny, wieczny, nieśmiertelna, nieśmiertelne, nieśmiertelni, nieśmiertelnym
Τυχαίες λέξεις
Αηδιαστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przebrzydły, wstrętny, buntowniczy, obrzydliwy, odrażający, obrzydliwe, disgusting