Αηδιαστικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: αηδιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felháborító, undorító, gusztustalan, visszataszító, utálatos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αηδιαστικός
αηδιαστικός συνώνυμα, αηδιαστικός συνωνυμα, αηδιαστικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αηδιαστικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αηδής στα ουγγρικά - émelyítő, undorító, visszataszító, gyomorforgató, beteges
- αηδία στα ουγγρικά - csömör, csömörít, undor, megundorodni, undorral
- αηδόνι στα ουγγρικά - fülemüle, csalogány, Nightingale, a fülemüle, csalogánya
- αθάνατος στα ουγγρικά - halhatatlan, halhatatlanná, halhatatlanok, a halhatatlan, halhatatlannak
Τυχαίες λέξεις
Αηδιαστικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: felháborító, undorító, gusztustalan, visszataszító, utálatos
Μεταφράσεις: felháborító, undorító, gusztustalan, visszataszító, utálatos