Αηδιαστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αηδιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nojento, repugnante, abominável, nojenta, repugnantes
Αηδιαστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αηδιαστικός

αηδιαστικός συνώνυμα, αηδιαστικός συνωνυμα, αηδιαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αηδιαστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αηδής στα πορτογαλικά - repugnante, enjoativo, revoltante, doentio, nauseante
  • αηδία στα πορτογαλικά - repugnar, aversão, desfigurar, desajeitar, desgosto, repugnância, desgostar, ...
  • αηδόνι στα πορτογαλικά - noite, rouxinol, Nightingale, do rouxinol, o rouxinol
  • αθάνατος στα πορτογαλικά - imortal, imortais, immortal
Τυχαίες λέξεις
Αηδιαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nojento, repugnante, abominável, nojenta, repugnantes