Ακαμψία στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακαμψία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скованост, твърдост, коравина, скованост на, твърдостта
Ακαμψία στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαμψία

ακαμψία υλικών, μυική ακαμψία, πτωματική ακαμψία, ακαμψία λεξικο, ακαμψία αμαξώματος, ακαμψία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακαμψία στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακαθαρσία στα βουλγαρικά - примес, онечистване, нечистота, онечиствания
  • ακαθόριστος στα βουλγαρικά - неуреден, нерешен, несигурен, променлив, без определено местожителство
  • ακανθώδης στα βουλγαρικά - бодлив, бодливи, бодлива, бодливо, пълен с игли
  • ακανόνιστος στα βουλγαρικά - нередовен, неправилен, неправилна, нередовни, нередовно
Τυχαίες λέξεις
Ακαμψία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: скованост, твърдост, коравина, скованост на, твърдостта