Ακαμψία στα λιθουανικά
Μετάφραση: ακαμψία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
standumas, sąstingis, sustingimas, standumo, standis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαμψία
ακαμψία υλικών, μυική ακαμψία, πτωματική ακαμψία, ακαμψία λεξικο, ακαμψία αμαξώματος, ακαμψία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ακαμψία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ακαθαρσία στα λιθουανικά - priemaiša, priemaišas, priemaišų, priemaišos
- ακαθόριστος στα λιθουανικά - permainingas, neramus, nenusistovėjęs, neapgyvendintas, nenusėdęs
- ακανθώδης στα λιθουανικά - spygliuotas, dygliuotas, Dygliuotojo, spiny, spygliuota
- ακανόνιστος στα λιθουανικά - nereguliarus, netaisyklingos, nereguliarios, neteisėtas, nereguliariai
Τυχαίες λέξεις
Ακαμψία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: standumas, sąstingis, sustingimas, standumo, standis
Μεταφράσεις: standumas, sąstingis, sustingimas, standumo, standis