Ακαμψία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακαμψία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stijfheid, de stijfheid, stijfheid van, stijfheid te, stijf
Ακαμψία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαμψία

ακαμψία υλικών, μυική ακαμψία, πτωματική ακαμψία, ακαμψία λεξικο, ακαμψία αμαξώματος, ακαμψία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακαμψία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακαθαρσία στα ολλανδικά - onzuiverheid, verontreiniging, onzuiverheden, onreinheid, verontreinigingen
  • ακαθόριστος στα ολλανδικά - onbepaald, donker, vaag, obscuur, onbekend, onbestendig, ongeregeld, ...
  • ακανθώδης στα ολλανδικά - doornig, stekelige, spiny, doornige, stekelig
  • ακανόνιστος στα ολλανδικά - onregelmatig, onregelmatige, illegale, een onregelmatige, irreguliere
Τυχαίες λέξεις
Ακαμψία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stijfheid, de stijfheid, stijfheid van, stijfheid te, stijf