Αναπνέω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αναπνέω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дишам, диша, дишаме, дишат, вдишва
Αναπνέω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπνέω

αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω tattoo, αναπνέω στα γαλλικα, δεν αναπνέω, αναπνέω δύσκολα, αναπνέω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναπνέω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναπληρώ στα βουλγαρικά - представям, дублирам, замествам, замества националния, да го замества
  • αναπληρώνω στα βουλγαρικά - возещата, заместник, заместващ, заместващи
  • αναπνοή στα βουλγαρικά - подухване, полъх, дъх, дишане, дишането, дихателен, дихателни, ...
  • αναποδιά στα βουλγαρικά - засечка, подръпване, благополучно, теглич, спънка
Τυχαίες λέξεις
Αναπνέω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дишам, диша, дишаме, дишат, вдишва