Αναπνέω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναπνέω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
respire, respirar, respira, respiramos, respiram
Αναπνέω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπνέω

αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω tattoo, αναπνέω στα γαλλικα, δεν αναπνέω, αναπνέω δύσκολα, αναπνέω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναπνέω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναπληρώ στα πορτογαλικά - deputar, substituí, deputize, coadjuvar, agir como deputado
  • αναπληρώνω στα πορτογαλικά - substituir, compensar, compense, substantivo, substituto, substituição, em substituição, ...
  • αναπνοή στα πορτογαλικά - respectivo, suspiro, respiração, sopro, respirar, a respiração, de respiração, ...
  • αναποδιά στα πορτογαλικά - dificuldade, puxão, engate, hitch, engate de
Τυχαίες λέξεις
Αναπνέω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: respire, respirar, respira, respiramos, respiram