Αναπνέω στα δανικά
Μετάφραση: αναπνέω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ånde, indånder, trække vejret, indånding, indånding af
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπνέω
αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω tattoo, αναπνέω στα γαλλικα, δεν αναπνέω, αναπνέω δύσκολα, αναπνέω λεξικό γλώσσας δανικά, αναπνέω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αναπληρώ στα δανικά - stedfortræder, træde, stedfortraeder, som stedfortræder, træde i stedet
- αναπληρώνω στα δανικά - vikar, belønne, stedfortræder, som stedfortræder, stedfortrædere, stedfortrædere for, stedfortrædende
- αναπνοή στα δανικά - ånde, åndedræt, vejrtrækning, trække vejret, at trække vejret, vejrtrækningen
- αναποδιά στα δανικά - hitch, hage, anhængertræk, liften, ophæng
Τυχαίες λέξεις
Αναπνέω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ånde, indånder, trække vejret, indånding, indånding af
Μεταφράσεις: ånde, indånder, trække vejret, indånding, indånding af