Ατημέλητος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ατημέλητος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
в, на, по, през, във
Ατημέλητος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατημέλητος

ατημέλητος στα αγγλικα, ατημέλητος κότσος, ατημέλητος συνώνυμα, ατημέλητος ετυμολογια, ατημέλητος συνώνυμο, ατημέλητος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ατημέλητος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ατενίζω στα βουλγαρικά - взират, взира, гледа, гледат, се взира
  • ατζαμής στα βουλγαρικά - наивник, новак, новака, новака Мак, глупак
  • ατμός στα βουλγαρικά - изпарение, пра, пара, парна, парата, на пара, парен
  • ατμόσφαιρα στα βουλγαρικά - тон, въздух, атмосфера, обстановка, атмосферата, среда
Τυχαίες λέξεις
Ατημέλητος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: в, на, по, през, във