Ατημέλητος στα δανικά
Μετάφραση: ατημέλητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
i, på, med
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατημέλητος
ατημέλητος στα αγγλικα, ατημέλητος κότσος, ατημέλητος συνώνυμα, ατημέλητος ετυμολογια, ατημέλητος συνώνυμο, ατημέλητος λεξικό γλώσσας δανικά, ατημέλητος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ατενίζω στα δανικά - stirre, stirrer, stare, kigge, at stirre
- ατζαμής στα δανικά - grønskolling, Greenhorn, af Greenhorn, i Greenhorn
- ατμός στα δανικά - em, damp, dampen, dampbad, vanddamp
- ατμόσφαιρα στα δανικά - atmosfære, melodi, nuance, luft, tone, atmosfæren, stemning
Τυχαίες λέξεις
Ατημέλητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: i, på, med
Μεταφράσεις: i, på, med