Ατημέλητος στα ιταλικά

Μετάφραση: ατημέλητος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trasandato, in, nel, a, nella, di
Ατημέλητος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατημέλητος

ατημέλητος στα αγγλικα, ατημέλητος κότσος, ατημέλητος συνώνυμα, ατημέλητος ετυμολογια, ατημέλητος συνώνυμο, ατημέλητος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ατημέλητος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ατενίζω στα ιταλικά - fissare, guardare, fissarlo, fissarla, fissarmi
  • ατζαμής στα ιταλικά - goffo, inetto, impacciato, incapace, scomodo, sgraziato, maldestro, ...
  • ατμός στα ιταλικά - vapore, di vapore, a vapore, turco, del vapore
  • ατμόσφαιρα στα ιταλικά - aria, ventilare, tinta, aerare, melodia, sfumatura, suono, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατημέλητος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: trasandato, in, nel, a, nella, di