Αυλακώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бразда, улей, набръчквам, дълбока бръчка, ора
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλακώνω
αυλακώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυλακώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυλή στα βουλγαρικά - съд, ярд, двор, вътрешен двор, двора, вътрешния двор
- αυλαία στα βουλγαρικά - завеса, перде, завеси, завесата
- αυλητής στα βουλγαρικά - флейтист, гайдар, свирач, Пайпър, Piper, на Пайпър
- αυλικός στα βουλγαρικά - придворен, царедворец, дворянин, кавалер
Τυχαίες λέξεις
Αυλακώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бразда, улей, набръчквам, дълбока бръчка, ора
Μεταφράσεις: бразда, улей, набръчквам, дълбока бръчка, ора