Αυλακώνω στα δανικά
Μετάφραση: αυλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fure, furen, Furrow, furet, furede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλακώνω
αυλακώνω λεξικό γλώσσας δανικά, αυλακώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυλή στα δανικά - gård, ret, gårdsplads, yard, gårdhave, gården, indre gårdhave
- αυλαία στα δανικά - gardin, tæppe, curtain, forhæng, gardinet, gardiner
- αυλητής στα δανικά - piper, sækkepibespiller, fløjtespiller, Pipers
- αυλικός στα δανικά - hofmand, hofmanden, Hofmands, courtier
Τυχαίες λέξεις
Αυλακώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fure, furen, Furrow, furet, furede
Μεταφράσεις: fure, furen, Furrow, furet, furede