Αυλακώνω στα εσθονικά
Μετάφραση: αυλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nauding, lõbu, rutiin, vagu, furrow, künniviilu, kurd, korts
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλακώνω
αυλακώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, αυλακώνω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αυλή στα εσθονικά - mänguväljak, kurameerima, hoov, sisehoov, etik, õukond, õu, ...
- αυλαία στα εσθονικά - kardin, eesriie, kardinate, kardina, eesriide, kardinad
- αυλητής στα εσθονικά - flöödimängija, torupillimängija, piper, tellib, pillimängijale
- αυλικός στα εσθονικά - õukondlane, Courtier, hoovkondlane
Τυχαίες λέξεις
Αυλακώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nauding, lõbu, rutiin, vagu, furrow, künniviilu, kurd, korts
Μεταφράσεις: nauding, lõbu, rutiin, vagu, furrow, künniviilu, kurd, korts