Αυλακώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αυλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaga, vagos, išvagoti, griovelis, gili raukšlė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλακώνω
αυλακώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυλακώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αυλή στα λιθουανικά - jardas, teismas, kiemas, Courtyard, kieme, kiemo, kiemelis
- αυλαία στα λιθουανικά - uždanga, užuolaida, užuolaidos, užuolaidų, curtain
- αυλητής στα λιθουανικά - Piper, dūdmaišininkas, Kobziarz, Fajfer, Dudziarz
- αυλικός στα λιθουανικά - dvariškis, Dworzanin, Galminieks, Adorator, Dworek
Τυχαίες λέξεις
Αυλακώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vaga, vagos, išvagoti, griovelis, gili raukšlė
Μεταφράσεις: vaga, vagos, išvagoti, griovelis, gili raukšlė