Αυτί στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυτί, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ухо, ухото, ушите, уши, на ухото
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτί
αυτί τυμπανο, αυτί βουίζει, αυτί ppt, αυτί της θάλασσας, αυτί βουητό, αυτί λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυτί στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυτή στα βουλγαρικά - тя, това, ето, че, тя се, й
- αυτήν στα βουλγαρικά - тя, си, й, я, нея
- αυταπόδεικτος στα βουλγαρικά - аксиоматичен, очевиден, който не се нуждае от доказване
- αυταρέσκεια στα βουλγαρικά - самодоволство
Τυχαίες λέξεις
Αυτί στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ухо, ухото, ушите, уши, на ухото
Μεταφράσεις: ухо, ухото, ушите, уши, на ухото