Αυτί στα δανικά

Μετάφραση: αυτί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øre, øret, ear
Αυτί στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτί

αυτί τυμπανο, αυτί βουίζει, αυτί ppt, αυτί της θάλασσας, αυτί βουητό, αυτί λεξικό γλώσσας δανικά, αυτί στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αυτή στα δανικά - hende, denne, hun, sine, hendes, den, sin, ...
  • αυτήν στα δανικά - hendes, sine, sin, hun, hende, sit
  • αυταπόδεικτος στα δανικά - axiomatical
  • αυταρέσκεια στα δανικά - selvtilfredshed, selvglæde, selvtilstrækkelighed
Τυχαίες λέξεις
Αυτί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øre, øret, ear