Διανοητικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διανοητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умствен, мисловен, психичното, психическо, умствено
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανοητικός
διανοητικόσ σημασία, διανοητικός λεξικο, διανοητικός συνώνυμα, διανοητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διανοητικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διανέμω στα βουλγαρικά - граница, разпространявате, разпространяват, разпредели, разпространение, разпространява
- διανοητικά στα βουλγαρικά - умствено, мислено, психически, умствени, психично
- διανομέας στα βουλγαρικά - разпределител, дистрибутор, дистрибутор на, дистрибутора
- διανομή στα βουλγαρικά - назначение, разпространение, разпределение, дистрибуция, разпределението, разпределение на
Τυχαίες λέξεις
Διανοητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: умствен, мисловен, психичното, психическо, умствено
Μεταφράσεις: умствен, мисловен, психичното, психическо, умствено