Διανοητικός στα δανικά
Μετάφραση: διανοητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mental, mentale, psykisk, psykiske, mentalt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανοητικός
διανοητικόσ σημασία, διανοητικός λεξικο, διανοητικός συνώνυμα, διανοητικός λεξικό γλώσσας δανικά, διανοητικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- διανέμω στα δανικά - fordele, distribuere, distribuerer, fordeler, at distribuere
- διανοητικά στα δανικά - mentalt, psykisk, udviklingshæmmede, psykiske
- διανομέας στα δανικά - postbud, distributør, forhandler, distributøren, forhandleren, fordeler
- διανομή στα δανικά - fordeling, fordelingen, distributionen, uddeling, distributionssystem
Τυχαίες λέξεις
Διανοητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mental, mentale, psykisk, psykiske, mentalt
Μεταφράσεις: mental, mentale, psykisk, psykiske, mentalt