Διανοητικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: διανοητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
психічний, психічне, психічна, психічну
Διανοητικός στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανοητικός

διανοητικόσ σημασία, διανοητικός λεξικο, διανοητικός συνώνυμα, διανοητικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διανοητικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διανέμω στα ουκρανικά - ділити, розділяти, розподілити, розповсюджувати, виділяти, розподіліть, роздавати, ...
  • διανοητικά στα ουκρανικά - інтелектуальність, інтелігентність, розумово
  • διανομέας στα ουκρανικά - запис, оприбуткування, розподілювач, оптовик, оприбутковування, дистриб'ютор, постачальник, ...
  • διανομή στα ουκρανικά - роздача, призначання, асигнування, асигнація, розподіл, переуступка, розповсюджування, ...
Τυχαίες λέξεις
Διανοητικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: психічний, психічне, психічна, психічну