Διερμηνέας στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διερμηνέας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преводач, тълкувател, устен преводач, интерпретатор
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διερμηνέας
διερμηνέας στα αγγλικά, διερμηνέας ολυμπιακού, διερμηνέας κηδεία μαντέλα, διερμηνέας βαλβερδε, διερμηνέας μαντέλα, διερμηνέας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διερμηνέας στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διεργασία στα βουλγαρικά - процес, процеса, метод, процес на
- διερεύνηση στα βουλγαρικά - разследване, разследването, проучване, изследване
- διερωτώμαι στα βουλγαρικά - чудя се, чудя, се чудя, се чудите
- διευθέτηση στα βουλγαρικά - очертание, организация, уговорка, споразумение, договореност, режим, подреждане
Τυχαίες λέξεις
Διερμηνέας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: преводач, тълкувател, устен преводач, интерпретатор
Μεταφράσεις: преводач, тълкувател, устен преводач, интерпретатор