Διερμηνέας στα ολλανδικά
Μετάφραση: διερμηνέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertaler, vertolker, tolk, interpreter, interpretator
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διερμηνέας
διερμηνέας στα αγγλικά, διερμηνέας ολυμπιακού, διερμηνέας κηδεία μαντέλα, διερμηνέας βαλβερδε, διερμηνέας μαντέλα, διερμηνέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διερμηνέας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διεργασία στα ολλανδικά - onderzoek, schoolexamen, keuring, concours, schouw, procédé, werkwijze, ...
- διερεύνηση στα ολλανδικά - onderzoek, examen, keuring, onderzoektijdvak, onderzoek naar, het onderzoek, onderzoeksprocedure
- διερωτώμαι στα ολλανδικά - verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen
- διευθέτηση στα ολλανδικά - maatregel, regeling, omtrek, zetting, inrichting, schikking, organisatie, ...
Τυχαίες λέξεις
Διερμηνέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vertaler, vertolker, tolk, interpreter, interpretator
Μεταφράσεις: vertaler, vertolker, tolk, interpreter, interpretator