Διευθετώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διευθετώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решение, шериф, фелдмаршал, излагам системно, въвеждам тържествено, излагам ясно
Διευθετώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διευθετώ

διευθετώ συνώνυμο, διευθετώ σημασια, διευθετώ συνώνυμα, διευθετώ μεταφραση, διευθετώ στα αγγλικά, διευθετώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διευθετώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διερωτώμαι στα βουλγαρικά - чудя се, чудя, се чудя, се чудите
  • διευθέτηση στα βουλγαρικά - очертание, организация, уговорка, споразумение, договореност, режим, подреждане
  • διευθυντής στα βουλγαρικά - директор, режисьор, директор на, режисьора, ръководител
  • διευθυντικός στα βουλγαρικά - управителен, управленски, управленска, ръководна, управленско
Τυχαίες λέξεις
Διευθετώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: решение, шериф, фелдмаршал, излагам системно, въвеждам тържествено, излагам ясно