Διευθετώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διευθετώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
depoimento, definição, declaração, desempatar, resolução, marechal, Marshal, marechal de, o marechal, do marechal
Διευθετώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διευθετώ

διευθετώ συνώνυμο, διευθετώ σημασια, διευθετώ συνώνυμα, διευθετώ μεταφραση, διευθετώ στα αγγλικά, διευθετώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διευθετώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διερωτώμαι στα πορτογαλικά - maravilha, pergunto, perguntar, me pergunto, de saber
  • διευθέτηση στα πορτογαλικά - disposição, arranjo, ajuste, acordo, arranjo de, acordo de
  • διευθυντής στα πορτογαλικά - regente, gerente, director, gerência, diretor, do diretor, diretor de, ...
  • διευθυντικός στα πορτογαλικά - administrativo, gerencial, gestão, de gestão, gerenciais
Τυχαίες λέξεις
Διευθετώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: depoimento, definição, declaração, desempatar, resolução, marechal, Marshal, marechal de, o marechal, do marechal