Διευθετώ στα εσθονικά
Μετάφραση: διευθετώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahendama, otsusekindlus, tseremooniameister, marssal, marshal, marssali, maamarssal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διευθετώ
διευθετώ συνώνυμο, διευθετώ σημασια, διευθετώ συνώνυμα, διευθετώ μεταφραση, διευθετώ στα αγγλικά, διευθετώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, διευθετώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διερωτώμαι στα εσθονικά - ime, imestama, tea, ei tea
- διευθέτηση στα εσθονικά - paigutus, konfiguratsioon, asetus, kokkulepe, korraldus, kokkuleppe, korraldamine
- διευθυντής στα εσθονικά - haldur, juhataja, direktor, direktori, juht, lavastaja
- διευθυντικός στα εσθονικά - juhtimis-, juhtimis, juhtival, juhtimisoskust
Τυχαίες λέξεις
Διευθετώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lahendama, otsusekindlus, tseremooniameister, marssal, marshal, marssali, maamarssal
Μεταφράσεις: lahendama, otsusekindlus, tseremooniameister, marssal, marshal, marssali, maamarssal