Εισπνέω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εισπνέω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вдишвам, вдишвайте, вдишват, се вдишват, вдишайте
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισπνέω
εισπνέω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εισπνέω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εισβολή στα βουλγαρικά - инвазия, нашествие, нахлуване, инвазията, нахлуването
- εισιτήριο στα βουλγαρικά - билет, билети, билета, билет за, на билети
- εισπνοή στα βουλγαρικά - вдухания, инхалация, вдишване, инхалиране, при вдишване, инхалационна
- εισροή στα βουλγαρικά - приток, вливане, прилив, наплив, притока
Τυχαίες λέξεις
Εισπνέω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вдишвам, вдишвайте, вдишват, се вдишват, вдишайте
Μεταφράσεις: вдишвам, вдишвайте, вдишват, се вдишват, вдишайте