Εισπνέω στα σλοβενικά

Μετάφραση: εισπνέω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vdihniti, vdihovati, vdihavajte, vdihavati, vdihnete
Εισπνέω στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισπνέω

εισπνέω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εισπνέω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • εισβολή στα σλοβενικά - vpád, invasion, invazija, invazije, invazijo, vdor
  • εισιτήριο στα σλοβενικά - karta, lístek, vstopnica, vozovnica, vozovnice, vozovnico, ticket
  • εισπνοή στα σλοβενικά - vdihavanje, pri vdihavanju, z vdihavanjem, inhalacija, inhalacijska
  • εισροή στα σλοβενικά - ústí, priliv, pritok, dotok, pritokov, prilivov
Τυχαίες λέξεις
Εισπνέω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: vdihniti, vdihovati, vdihavajte, vdihavati, vdihnete