Εισπνέω στα ρωσικά

Μετάφραση: εισπνέω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надышаться, затягиваться, вдохнуть, вдыхать, вдох, вдыхайте, вдыхают
Εισπνέω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισπνέω

εισπνέω λεξικό γλώσσας ρωσικά, εισπνέω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εισβολή στα ρωσικά - набег, нашествие, вторжение, оккупация, вмешательство, инвазия, посягательство, ...
  • εισιτήριο στα ρωσικά - квитанция, квиток, номерок, билет, объявление, удостоверение, формуляр, ...
  • εισπνοή στα ρωσικά - затяжка, вдох, ингалятор, ингаляция, вдыхание, ингаляции, вдыхания, ...
  • εισροή στα ρωσικά - приток, устье, впадение, втекание, прилив, наплыв, притока, ...
Τυχαίες λέξεις
Εισπνέω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: надышаться, затягиваться, вдохнуть, вдыхать, вдох, вдыхайте, вдыхают