Εισπνέω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εισπνέω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдихання, вдихати
Εισπνέω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισπνέω

εισπνέω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εισπνέω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εισβολή στα ουκρανικά - інваріант, вторгнення
  • εισιτήριο στα ουκρανικά - квиток, об'явлення, білет, ярлик, об'яву, об'ява
  • εισπνοή στα ουκρανικά - оселям, житлами, оселями, осель, житлах, житлі, інгаляція, ...
  • εισροή στα ουκρανικά - грип, приплив, притока, притік, приток, притоку
Τυχαίες λέξεις
Εισπνέω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вдихання, вдихати