Εισπνέω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εισπνέω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įkvėpti, įkvėpkite, inhaliuoti, pti, įkvepiate
Εισπνέω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισπνέω

εισπνέω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εισπνέω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εισβολή στα λιθουανικά - invazija, invazijos, įsiveržimas, invaziją, antplūdis
  • εισιτήριο στα λιθουανικά - bilietas, bilietų, bilietus, bilietą, bilietų įsigijimo
  • εισπνοή στα λιθουανικά - įkvėpimas, įkvėpus, inhaliacinis, inhaliaciniai, inhaliacijos
  • εισροή στα λιθουανικά - įplaukos, srautas, gautos pajamos, bus gautos pajamos, įplaukas
Τυχαίες λέξεις
Εισπνέω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įkvėpti, įkvėpkite, inhaliuoti, pti, įkvepiate