Εμπορικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμπορικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търговски, търговска, търговско, търговската, търговския
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπορικός
εμπορικός κώδικας, εμπορικός σύλλογος χαλκίδας, εμπορικός σύλλογος βόλου, εμπορικός σύλλογος καβάλας, εμπορικός σύλλογος πατρών, εμπορικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμπορικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμποδισμός στα βουλγαρικά - блокиране, пречене, блокиране на, пречене на, блокира
- εμπορεύματα στα βουλγαρικά - стока, стоки, стоките, товари
- εμποτίζω στα βουλγαρικά - накисване, вкоренен, закоравял, пропит с, пропит, вбит в самата нишка
- εμπρηστής στα βουλγαρικά - подпалвач
Τυχαίες λέξεις
Εμπορικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: търговски, търговска, търговско, търговската, търговския
Μεταφράσεις: търговски, търговска, търговско, търговската, търговския