Εμπορικός στα δανικά

Μετάφραση: εμπορικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kommercielle, kommerciel, kommercielt, erhvervsmæssig, handelspolitik
Εμπορικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπορικός

εμπορικός κώδικας, εμπορικός σύλλογος χαλκίδας, εμπορικός σύλλογος βόλου, εμπορικός σύλλογος καβάλας, εμπορικός σύλλογος πατρών, εμπορικός λεξικό γλώσσας δανικά, εμπορικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμποδισμός στα δανικά - blokering, blokere, at blokere, blokerer, blokerende
  • εμπορεύματα στα δανικά - handle, varer, varerne, gods, goder
  • εμποτίζω στα δανικά - ingrain
  • εμπρηστής στα δανικά - brandstifter, brandstifteren, arsonist, pyroman, ildspåsætter
Τυχαίες λέξεις
Εμπορικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kommercielle, kommerciel, kommercielt, erhvervsmæssig, handelspolitik