Εμπορικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εμπορικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
commercieel, handels-, commerciële, de commerciële, handel
Εμπορικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπορικός

εμπορικός κώδικας, εμπορικός σύλλογος χαλκίδας, εμπορικός σύλλογος βόλου, εμπορικός σύλλογος καβάλας, εμπορικός σύλλογος πατρών, εμπορικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμπορικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμποδισμός στα ολλανδικά - blokkeren, blokkerende, het blokkeren, het blokkeren van, blokkeren van
  • εμπορεύματα στα ολλανδικά - waar, handelswaar, koopwaar, waren, goederen, producten, de goederen, ...
  • εμποτίζω στα ολλανδικά - weken, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ruwe vezel wordt, ruwe vezel
  • εμπρηστής στα ολλανδικά - brandstichter
Τυχαίες λέξεις
Εμπορικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: commercieel, handels-, commerciële, de commerciële, handel