Ενσωματώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενσωματώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
олицетворяха, въплъщавам, въплъщават, олицетворява, въплъти, въплъщава
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενσωματώνω
ενσωματώνω συνώνυμο, ενσωματώνω στα αγγλικά, ενσωματώνω υπότιτλους, ενσωματώνω μετάφραση, ενσωματώνω αγγλικα, ενσωματώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενσωματώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενστικτωδώς στα βουλγαρικά - инстинктивно, инстинктивно се, инстинкт, неволно
- ενστικτώδης στα βουλγαρικά - инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното
- εντάσσω στα βουλγαρικά - I, аз, съм, да, че
- εντατικά στα βουλγαρικά - интензивно, усилено, активно
Τυχαίες λέξεις
Ενσωματώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: олицетворяха, въплъщавам, въплъщават, олицетворява, въплъти, въплъщава
Μεταφράσεις: олицетворяха, въплъщавам, въплъщават, олицетворява, въплъти, въплъщава