Ενσωματώνω στα ουγγρικά

Μετάφραση: ενσωματώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
testetlen, megtestesíteni, megtestesítik, testesítik, testesítik meg, testesíti
Ενσωματώνω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσωματώνω

ενσωματώνω συνώνυμο, ενσωματώνω στα αγγλικά, ενσωματώνω υπότιτλους, ενσωματώνω μετάφραση, ενσωματώνω αγγλικα, ενσωματώνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενσωματώνω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ενστικτωδώς στα ουγγρικά - ösztönösen, ösztönszerűen, ösztönösen a, ösztönösen is
  • ενστικτώδης στα ουγγρικά - ösztönös, ösztönösen, az ösztönös, ösztönszerű
  • εντάσσω στα ουγγρικά - azt, én, I, I., úgy
  • εντατικά στα ουγγρικά - intenzíven, intenzív, intenzívebben, intenzívebb, erőteljesen
Τυχαίες λέξεις
Ενσωματώνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: testetlen, megtestesíteni, megtestesítik, testesítik, testesítik meg, testesíti