Επίθεση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επίθεση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атака, нападение, пристъп, удар, атаката
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίθεση
επίθεση τύπου ddos, επίθεση στο συρμό 123, επίθεση δέχτηκε πριν λίγη ώρα ο πρωθυπουργός α. σαμαράς έξω από το μέγαρο μουσικής, επίθεση στο συρμό, επίθεση στο σταθμό 13, επίθεση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επίθεση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επίδομα στα βουλγαρικά - концесия, субсидия, отстъпка, толеранс, квоти, с квоти, квоти за
- επίδραση στα βουλγαρικά - удар, ефект, сила, действие, въздействие, считано
- επίθετο στα βουλγαρικά - фамилия, прилагателно, прилагателното, прилагателни, прилагателен
- επίκαιρος στα βουλγαρικά - актуален, локален, достъпна, е достъпна, локално
Τυχαίες λέξεις
Επίθεση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: атака, нападение, пристъп, удар, атаката
Μεταφράσεις: атака, нападение, пристъп, удар, атаката