Επιπλοκή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усложнение, усложнения, усложняване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπλοκή
ιατρική επιπλοκή, επιπλοκή αγγλικά, επιπλοκή english, επιπλοκή μετάφραση, επιπλοκή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιπλοκή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιπλέω στα βουλγαρικά - плувка, поплавък, флоат, поплавъка, флоатно
- επιπλήττω στα βουλγαρικά - порицавам, изобличавай, изобличавайте, изоблича, укорявам
- επιπλώνω στα βουλγαρικά - декорация, обзавеждане, обзаведете, представи, предостави
- επιπολαιότητα στα βουλγαρικά - повърхностност, лекомислие, незадълбочен
Τυχαίες λέξεις
Επιπλοκή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: усложнение, усложнения, усложняване
Μεταφράσεις: усложнение, усложнения, усложняване