Επιπλοκή στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylgikvilli, fylgikvilla, fylgikvilli sem, fylgikvillar, flækja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπλοκή
ιατρική επιπλοκή, επιπλοκή αγγλικά, επιπλοκή english, επιπλοκή μετάφραση, επιπλοκή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιπλοκή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιπλέω στα ισλανδικά - fljóta, flot, fljótandi, floti
- επιπλήττω στα ισλανδικά - ávíta, átala, áminna, reprove
- επιπλώνω στα ισλανδικά - birgja, láta, veita, té, í té, láta í té
- επιπολαιότητα στα ισλανδικά - superficiality
Τυχαίες λέξεις
Επιπλοκή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fylgikvilli, fylgikvilla, fylgikvilli sem, fylgikvillar, flækja
Μεταφράσεις: fylgikvilli, fylgikvilla, fylgikvilli sem, fylgikvillar, flækja