Επιπλοκή στα λευκορωσικά

Μετάφραση: επιπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўскладненне, ускладненне
Επιπλοκή στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιπλοκή

ιατρική επιπλοκή, επιπλοκή αγγλικά, επιπλοκή english, επιπλοκή μετάφραση, επιπλοκή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επιπλοκή στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • επιπλέω στα λευκορωσικά - плаваць, паплавок, поплавок, паплаўку
  • επιπλήττω στα λευκορωσικά - ганіць, дакараць, крытыкаваць, мяне дакараць, гудзіць
  • επιπλώνω στα λευκορωσικά - абмэбляваць, аздабленне, аддзелка
  • επιπολαιότητα στα λευκορωσικά - павярхоўнасць, павярхоўнасьць
Τυχαίες λέξεις
Επιπλοκή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўскладненне, ускладненне