Επιπλοκή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
complicação, complicações, de complicações, de complicação
Επιπλοκή στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιπλοκή

ιατρική επιπλοκή, επιπλοκή αγγλικά, επιπλοκή english, επιπλοκή μετάφραση, επιπλοκή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιπλοκή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιπλέω στα πορτογαλικά - arremesse, boiar, nadar, flutuador, bóia, flutuar, flutuação, ...
  • επιπλήττω στα πορτογαλικά - reprovar, repreenda, reprove, reprová, condenai
  • επιπλώνω στα πορτογαλικά - fornecer, abastecer, sortir, suprir, prover, mobiliar, fornecerá, ...
  • επιπολαιότητα στα πορτογαλικά - superficialidade, a superficialidade, da superficialidade, superficiality
Τυχαίες λέξεις
Επιπλοκή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: complicação, complicações, de complicações, de complicação