Επιτόκιο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιτόκιο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лихва, лихвен процент, лихвен, лихвения процент, лихвения
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτόκιο
επιτόκιο euribor, επιτόκιο εγεδ, επιτόκιο καταθέσεων, επιτόκιο εκτ, επιτόκιο δανεισμού, επιτόκιο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιτόκιο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιτροπή στα βουλγαρικά - съд, трибунал, комитет, комисия, комисиите, комитета
- επιτυγχάνω στα βουλγαρικά - черпак, гребло, загребване, лъжичка, мерителна лъжица
- επιφάνεια στα βουλγαρικά - повърхност, повърхностен, повърхностно, повърхностна, повърхностните
- επιφέρω στα βουλγαρικά - epifero
Τυχαίες λέξεις
Επιτόκιο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лихва, лихвен процент, лихвен, лихвения процент, лихвения
Μεταφράσεις: лихва, лихвен процент, лихвен, лихвения процент, лихвения