Επιτόκιο στα δανικά
Μετάφραση: επιτόκιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rente, interesse, rentesats, renten, rentesatsen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτόκιο
επιτόκιο euribor, επιτόκιο εγεδ, επιτόκιο καταθέσεων, επιτόκιο εκτ, επιτόκιο δανεισμού, επιτόκιο λεξικό γλώσσας δανικά, επιτόκιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιτροπή στα δανικά - domstol, udvalg, ret, komité, udvalget, Komité, udvalgets
- επιτυγχάνω στα δανικά - lykkes, nå, kugle, scoop, skovl, skefuld
- επιφάνεια στα δανικά - overflade, overfladen, flade, overfladevand
- επιφέρω στα δανικά - epifero
Τυχαίες λέξεις
Επιτόκιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rente, interesse, rentesats, renten, rentesatsen
Μεταφράσεις: rente, interesse, rentesats, renten, rentesatsen