Επιτόκιο στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιτόκιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugða, áhugi, hagsmunir, renta, vextir, vexti, vaxta, vöxtum, vaxtamunur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτόκιο
επιτόκιο euribor, επιτόκιο εγεδ, επιτόκιο καταθέσεων, επιτόκιο εκτ, επιτόκιο δανεισμού, επιτόκιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιτόκιο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιτροπή στα ισλανδικά - nefnd, dómstóll, Nefndin, nefndarinnar, nefndinni, Nefndarmenn
- επιτυγχάνω στα ισλανδικά - heppnast, afkasta, takast, ausa, borið
- επιφάνεια στα ισλανδικά - yfirborð, Surface, yfirborði, yfirborðið, yfirborðinu
- επιφέρω στα ισλανδικά - epifero
Τυχαίες λέξεις
Επιτόκιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hugða, áhugi, hagsmunir, renta, vextir, vexti, vaxta, vöxtum, vaxtamunur
Μεταφράσεις: hugða, áhugi, hagsmunir, renta, vextir, vexti, vaxta, vöxtum, vaxtamunur