Εφημέριος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εφημέριος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пастор, викарий, капелан, свещеник, капеланът, капелана, военен свещеник
Εφημέριος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφημέριος

εφημέριος ορισμός, εφημέριος περιοδικό, εφημερίδα εφημέριος, εφημέριος english, εφημέριος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εφημέριος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εφηβεία στα βουλγαρικά - пубертет, пубертета, на пубертета, полова зрялост
  • εφηβικός στα βουλγαρικά - сексапилна, възраст за женене, на възраст за женене, зряла
  • εφημερίδα στα βουλγαρικά - хартия, вестник, непушачи, за непушачи, вестници, вестника
  • εφικτός στα βουλγαρικά - възможно, осъществим, изпълним, осъществимо, е възможно
Τυχαίες λέξεις
Εφημέριος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пастор, викарий, капелан, свещеник, капеланът, капелана, военен свещеник